Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Θανάσης Αλεξίου, Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, οι πρόσφυγες, ο «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός»

Πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκέμβρη με επιτυχία η εκδήλωση που οργάνωσε  στο Εργατικό Κέντρο (Κομνηνάκη 43) η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη (Ε.Ε.Δ.Υ.Ε.), σε συνεργασία με το Παλλεσβιακό Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε και χαιρέτισε ο Σταύρος Τάσσος, Πρόεδρος της Ε.Ε.Δ.Υ.Ε. και βουλευτής Λέσβου του ΚΚΕ.

Πριν την κεντρική ομιλία ο φιλόλογος Δημήτρης Πατίλας και η Άννα Μποσταντά ανέλυσαν και διάβασαν με πολλή γλαφυρότητα ποιήματα Ελλήνων και ξένων ποιητών για την Ειρήνη και τον Πόλεμο.

Την κεντρική ομιλία έκανε ο Θανάσης Αλεξίου, καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: "Ο Ιμπεριαλιστικός πόλεμος, οι Πρόσφυγες, εμείς" .
   
Θανάσης Αλεξίου, Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, οι πρόσφυγες, ο «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός»  [1]

Εισαγωγή
Σε μεγάλο βαθμό η «ανάγκη» διαχείρισης των προσφυγικών κυμάτων αλλά και των μεταναστευτικών που ακολουθούν,  οδηγεί σε μια αποσιώπηση των αιτιών που τις προκαλούν. Εντούτοις ο καθένας μπορεί να παρατηρήσει ότι η ιμπεριαλιστική επέμβαση πρώτα στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια στις χώρες του αραβικού έθνους (Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Υεμένη) αλλά και στην κεντρική Αφρική (Ακτή Ελεφαντόδοντα, Μαλί, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία κ.α.) εντείνουν το προσφυγικό ρεύμα που   προσλαμβάνει πλέον τα χαρακτηριστικά «εξόδου».

Στρατηγική πρόθεση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα (αμερικάνικου και ευρωπαϊκού), εκτός από τον «γεωγραφικό» ιμπεριαλισμό που διασφαλίζει άνισους τρόπους και ασύμμετρες σχέσεις ανταλλαγής στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι τουλάχιστον για την Μέση Ανατολή η διάλυση συμπαγών εθνικών κρατικών οντοτήτων.

Ουσιαστικά αυτό που επιζητείται είναι η απαξίωση και η απονομιμοποίηση του έθνους και του εθνικού κράτους, αλλά και των αντίστοιχων λαϊκών (κοσμικών) κινημάτων, που  στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού εμφανίζονται ως διακριτά και σταθερά αναχώματα  στην ιμπεριαλιστική επιβουλή. Βεβαίως ακουμπώντας αυτό το ζήτημα ανοίγουν πολλά ζητήματα. Ωστόσο επειδή αυτά έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους, καθώς αποκαθίσταται και μια αιτιακή σχέση,  κάνει τον κόπο τουλάχιστον να τα αναφέρουμε.

Ιμπεριαλισμός και έθνος: η αμφισβήτηση του εθνικού κράτους
Από την δεκαετία του ΄90, κυρίως με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αρχίζει μια αμφισβήτηση του έθνους και της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτή εγκαινιάζεται είτε με την προβολή του έθνους ως «κατασκευής», είτε με την προβολή του ως «φαντασιακής» ή πολιτισμικής κοινότητας. Και στις δύο περιπτώσεις απορρίπτεται η θέση του έθνους ως ιστορικής κατηγορίας. Το έθνος εμφανίζεται λίγο ή πολύ ως μια καταπιεστική κατάσταση που «εισήχθη» από την Δύση στις χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Μάλιστα μια κονστρουκτιβιστική-πολιτισμική προσέγγιση του ζητήματος (οριενταλισμός, μεταποικιακές σπουδές κ.λπ.) θα εγκαλέσει τις «δυτικότροπες» ανώτερες τάξεις των χωρών του «Τρίτου Κόσμου», που σε μεγάλο βαθμό πρωτοστατούν στη σύμπηξη των εθνικο-πατριωτικών μετώπων, επειδή έχουν «εσωτερικεύσει» το έθνος και αναπαράγουν τις δυτικές αξίες.

Αυτό που αμφισβητείται είναι  το έθνος ως τρόπος κοινωνικής οργάνωσης που αφού εναντιώνεται στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό μπορεί να διασφαλίσει την εθνική ανεξαρτησία μιας χώρας αλλά και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Ως γνωστόν το έθνος ως ανάχωμα στον ιμπεριαλισμό ανέδειξαν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του 20ου αιώνα (Κίνα, Αλγερία, Γκάνα, Βιετνάμ κ.λπ.). Εξάλλου προϊόν αυτής της ανάτασης των λαών ήταν και η αξία της εθνικής ανεξαρτησίας, την οποία η δυναμική των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων ανέδειξε  και κατοχύρωσε σε οικουμενική αξία και καταστατική αρχή του ΟΗΕ.

Κάπου εδώ, αρχές της δεκαετίας του ΄90 αρχίζει, όπως παραπάνω αναφέραμε η αμφισβήτηση του έθνους ενώ τα «παρατηρητήρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα» μαζί με τις ΜΚΟ και «πρόθυμους» διανοούμενους αναλαμβάνουν να νομιμοποιήσουν σε επίπεδο παγκόσμιας κοινής γνώμης τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Συρία κ.ά. Στις παρυφές αυτού του κινήματος αρθρώνεται και ο κοσμοπολίτικος αντιεθνικιστικός λόγος που επιχειρεί να εμβολίσει από τα μέσα το έθνος, ή, μάλλον να αποτρέψουν εκ των προτέρων μια σύζευξη του (εθνο)λαϊκού στοιχείου με το ταξικό, απονομιμοποιώντας ουσιαστικά  το εθνικό κράτος να εμφανίζεται ως ανάχωμα στην ιμπεριαλιστική επιβουλή.


Το παράδοξο αυτής της υπόθεσης είναι ότι ενώ το έθνος συνιστά ένα τρόπο νεωτερικής (κοσμικής) οργάνωσης της κοινωνίας, στον συγκεκριμένο λόγο που διανθίζεται από αποδομιστικές-μεταμοντέρνες θέσεις με έμφαση τη διαφορά,  προβάλλονται προνεωτερικά (προπολιτικά) στοιχεία (θρησκεία, φυλή, πολιτισμός κλπ) ως συγκροτητικά στοιχεία της νέας «μεταεθνικής» πραγματικότητας. Η διάλυση τους Ιράκ ως εθνικού κράτους (και κοσμικής κοινωνίας) και η ανασύστασή του στη βάση θρησκευτικών και φυλετικών γνωρισμάτων (Σιίτες, Σουνίτες, Κούρδοι κ.ά.) φαίνεται πως συνιστά το πρότυπο και για άλλες χώρες, όπως λόγου χάρη σήμερα στη Συρία. Ουσιαστικά πρόκειται για μια φελαχοποίηση του κοινωνικού δεσμού με ότι αυτό σημαίνει για την κοινωνική οργάνωση αυτών των χωρών.

Ότι δεν αποτελειώνει η ιμπεριαλιστική επέμβαση και ο πόλεμος, το αποτελειώνουν τα προγράμματα λιτότητας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η «πρόσδεση» στην παγκόσμια αγορά προϋποθέτει για τις χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας την κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών και την εμπορευματοποίηση των βασικών αγαθών (ρύζι, σιτάρι, νερό, ρεύμα κλπ). Η επιδείνωση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού ως συνέπεια αυτών των πολιτικών  έχει ως συνέπεια την απονομιμοποίηση του εθνικού κράτους να εμφανίζεται ως ένας ‘‘ουδέτερος’’  οργανωτής στοιχειωδών κοινωνικών λειτουργιών, εξέλιξη που μεταφέρει την ευθύνη της κοινωνικής oργάνωσης στις φυλετικές και θρησκευτικές κοινότητες, κλιμακώνοντας, ωστόσο την ένταση μεταξύ τους για πρόσβαση σε κοινωνικούς και φυσικούς πόρους. Το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενο. Παντού εμφύλιες συρράξεις, σκοτωμοί, διώξεις και προσφυγιά.
Είναι σχεδόν αναμενόμενο πως με την φιλελευθεροποίηση του παγκοσμίου εμπορίου τα προσφυγικά και μεταναστευτικά θα βαίνουν συνεχώς αυξανόμενα (βλ. Sassen 1988), καθώς πολλές χώρες έχοντας αναπτύξει ζώνες παραγωγής προς εξαγωγή, υποσκάπτουν τη ικανότητα διατροφής του πληθυσμού τους. Να υπενθυμίσουμε πως στην αθρόα εισαγωγή επιδοτούμενων αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της
NAFTA οφείλεται και η εξέγερση των Τσιάπας στο Μεξικό (Boron 2003), αλλά και οι εξεγέρσεις για το ρύζι και το σιτάρι από την Αϊτή, το Καμερούν, της Σενεγάλη, την Αίγυπτο έως τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία (200% αυξήσεις στο σιτάρι από το 2000, 42% τα δημητριακά, 80% τα γαλακτοκομικά κ.λπ.) (Έθνος 11-4-2008). 

Εδώ ο ρόλος των ΜΚΟ είναι καταλυτικός. Ουσιαστικά οι ΜΚΟ έγιναν το «κοινωνικό προσωπείο» για την επέλαση των πολιτικών εκκαπιταλισμού της οικονομίας και της κοινωνίας. «Τη στιγμή που οι πολιτικές της Παγκόσμιας Τράπεζας,» γράφει ο J. Petras, «αφάνιζαν ολόκληρες κοινωνίες πλημμυρίζοντας τη χώρα με φτηνές εισαγωγές, απομυζώντας πληρωμές εξωτερικού χρέους, καταργώντας την εργατική νομοθεσία και δημιουργώντας μια αυξανόμενη μάζα χαμηλόμισθων και άνεργων εργατών, οι ΜΚΟ λάμβαναν χρηματοδότηση για την παροχή προγραμμάτων "αυτοβοήθειας”, “λαϊκής εκπαίδευσης” και επαγγελματικής κατάρτισης για την προσωρινή απορρόφηση μικρών ομάδων φτωχών, τον έλεγχο των τοπικών ηγετών και την υπονόμευση αγώνων κατά του συστήματος» (Petras 2005:18). 

H αμφισβήτηση του εθνικού κράτους αλλά έμμεσα και του ιμπεριαλισμού ως εργαλείου ανάλυσης επέρχεται επίσης όταν το ζήτημα εννοιολογείται με όρους «αυτοκρατορίας» (Empire) (A.Negri, M.Hardt 2002). Παρόλο που η έννοια αυτή προέρχεται από άλλο επιστημολογικό παράδειγμα, απ’ ότι η έννοια του «υπεριμπεριαλισμού» (Ultra-imperialism) (Kautsky, Panitch κ.ά.) ομοιάζει όμως ως προς τις πολιτικές της συνέπειες. Αν στον υπεριμπεριαλισμό έχουμε μια κατάσταση «διευθέτησης» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στην περίπτωση της αυτοκρατορίας, επειδή δεν υπάρχει κάτι εξωτερικό ως προς την αυτοκρατορία (εθνικό κράτος, κεφάλαιο), - εδώ η εξουσία έχει διαχυθεί παντού (όπως Μ. Foucault) - αναιρείται, όπως συμβαίνει στους Μ. Hardt, και Α. Negri (Hardt, Negri 2002:19), ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός ως περιεκτικός όρος προσδιορισμού του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Από την άλλη και στο βαθμό που ο ιμπεριαλισμός ταυτιστεί με τον καπιταλισμό γενικά και δεν οριστεί ως το «ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (μονοπωλιακός καπιταλισμός) (B. Lenin), το έθνος και τα εθνικά κράτη  που δεν είναι «εξωτερικά» ως προς το κεφάλαιο και την διευρυμένη αναπαραγωγή (βλ. Ευρωπαϊκή ΄Ενωση)  θα σβήσουν μέσα στην «ταξική πάλη» (βλ. Μηλιός, Σωτηρόπουλος 2010). Με αυτό τον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιολογεί την στρατηγική του επιλογή για την «Ευρώπη των λαών» (βλ. και Λάσκος, Μηλιός, Τσακαλώτος 2012) αφήνοντας  στον αυτόματο της «ταξικής πάλης», ουσιαστικά ανυπεράσπιστη, τη χώρα και την ελληνική κοινωνία,  στα συμφέροντα του κεφαλαίου που όμως έχουν και «πατρίδα» και «εθνική στέγη». Εκτός, βεβαίως, αν συμφωνήσουμε ότι το μνημόνιο του Ιουλίου (2015) που είναι και το πιο ταξικό το επέβαλαν οι γερμανοί, οι γάλλοι, οι ολλανδοί εργάτες κ.ά.

Στο μεταξύ η κρίση υπερσσυσσώρευσης (λιμνάζοντα κεφάλαια, ανενεργός εργασία, απαξίωση μηχανών και παραγωγικών ικανοτήτων κ.λπ.) που ενέσκηψε στη δεκαετία του ΄70 και του ΄80 αναζητά εναγωνίως νέα κερδοφόρα πεδία επένδυσης. Το ουσιαστικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό είναι πως η σχέση (υπερ)παραγωγής και κατανάλωσης αδυνατεί να διευθετηθεί, γεγονός που καθιστά τις οικονομικές κρίσεις εγγενές φαινόμενο (κύκλοι  Kondratieff) της καπιταλιστικής οικονομίας (Μοσκόβσκα 1988:38, 145). Επομένως οι περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού, είναι κρίσεις υπερσυσσώρευσης και όχι κρίσεις υποκατανάλωσης (κεϋνσιανισμός, σοσιαλδημοκρατία κ.ά.).

Η «παγκοσμιοποίηση» ως μια διέξοδο στην κρίση υπερσσυσώρευσης αλλά και ως διαδικασία με τη συμμετοχή και την συναίνεση «όλων των μερών» φαίνεται ότι αποτελούσε αν όχι την μοναδική, μία ικανοποιητική λύση. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να μεταφερθεί  χρονικά και χωρικά η κρίση έως ότου οι ιμπεριαλιστικές χώρες, κάμπτοντας στο εσωτερικό τους την αντίσταση της εργατικής τάξης (εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών, γενίκευση της εργασιακής επισφάλειας κ.λπ.), θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα πιο ευνοϊκό κλίμα για εναπόθεση των πλεονασμάτων κεφαλαίου. Σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο για την διαμόρφωση αυτού του χώρου επιτυγχάνεται μέσω των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (εκκαπιταλισμός, φιλελευθεροποίηση του εμπορίου).

Eπομένως ο εκκαπιταλισμός τομέων της οικονομίας πολλών χωρών του κόσμου συνεπάγεται ένα μείγμα εξαναγκασμών και ιδιοποίησης προκαπιταλιστικών δεξιοτήτων, κοινωνικών σχέσεων, γνώσεων του πληθυσμού για τον πολιτισμό, τη μουσική, την τέχνη κ.ο.κ. (Χάρβεϊ 2006:152), εξέλιξη που έχει ως συνέπεια την κατάρρευση αυταρκών συστημάτων συντήρησης του πληθυσμού και την αυξανόμενη εξάρτησή του από τις πολυεθνικές εταιρείες. Αυτή η διαδικασία συνεπάγεται είτε μια εδαφική επέκταση που οδήγησε στο παρελθόν, εξαιτίας των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στους δύο παγκόσμιους πολέμους, είτε στη διαμόρφωση ενός  «παγκοσμιοποιημένου» χώρου όπου το κεφάλαιο θα κινείται και θα συμπεριφέρεται «σαν στο σπίτι του».

Στο «παγκόσμιο χωριό» μπορούν να υπάρχουν ταυτότητες (εθνοτικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, μουσικές κ.λπ.) ατάκτως ειρημένες, όπως υπαινίσσεται ο λόγος της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας», όχι όμως συμπαγείς εθνικοί σχηματισμοί που «καταπιέζουν» τις ταυτότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα και εμποδίζουν συν τοις άλλοις την ιμπεριαλιστική διείσδυση.
Σύμφωνα μάλιστα με τον J. Habermas η καταπίεση δικαιολογεί, όπως στην περίπτωση της Σερβίας, την «ανθρωπιστική επέμβαση». Γιατί όμως όχι και στο Ιράκ, τη Λιβύη, την Συρία κ.ο.κ.;

Σε κάθε περίπτωση ο πόλεμος (παγκόσμιος, περιφερειακός κ.λπ.) ως καταστροφή υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου συνιστά μια ιστορικά δοκιμασμένη διέξοδο στην κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (κύκλος καταστροφής-οικοδόμησης) (βλ. Μοσκόβσκα 1988:40). Επομένως η ξένη επέμβαση στη Συρία έχει όλα τα μορφολογικά και ποιοτικά στοιχεία του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Υπό το πρίσμα αυτής της συλλογιστικής κατανοείται καλύτερα ο ρόλος της «ανθρωπιστικής» βιομηχανίας (ΜΚΟ, ενώσεις φιλάνθρωπων κ.λπ.) με την έννοια ότι ο πόλεμος δημιουργεί τον αναγκαίο ζωτικό χώρο για την δραστηριοποίησή τους. Εξάλλου μέσω αυτής της δραστηριοποίησης αυτές προσφέρουν ιδεολογικό άλλοθι, όπως το θέτει ο J. Petras στην ιμπεριαλιστική διείσδυση.

Σε μεγάλο βαθμό, πάλι, τόσο η διεύρυνση της καπιταλιστικής συνθήκης όσο και η ιμπεριαλιστική εξάρτηση νομιμοποιείται από την αναβάθμιση της κουλτούρας και των συμβολικών της περιεχομένων. Παρατηρούμε δηλαδή πως όσο προχωράει η ένταξη των χωρών στον «παγκόσμιο» καπιταλισμό προχωράει και μια διαδικασία κατάτμησης πληθυσμιακών συνόλων και αποδέσμευσης ομάδων ενώ  πληθαίνουν και  οι πολιτισμικές ταυτότητες, καθόσον τα αποδεσμευμένα άτομα (πρόσφυγες, μετανάστες κ.ά.)  όταν εμφανίζονται στην παγκόσμια αγορά χρειάζονται, όπως και τα εμπορεύματα, ταυτότητα. Εξάλλου γι’ αυτό ο φιλελευθερισμός ήταν ανέκαθεν, πολύ πριν την πολιτισμική Αριστερά, υπέρ της διακίνησης του κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργατικής δύναμης.

Ταυτόχρονα η ένταξη ανθρώπων με διαφορετικές οικονομίες του θυμικού, δημιουργεί αυτόματα για τα άτομα που εκπατρίστηκαν, προβλήματα ένταξης, δηλαδή προβλήματα ταυτότητας, ενώ ξεκινά και  μια πολιτική από τη μεριά των κρατών υποδοχής, διαχείρισης της ταυτότητας. Εδώ συμβάλλουν και οι Κοινωνικές Επιστήμες με την εμμονή τους στις ταυτότητες, και στην «ανθρωπολογική» δόμηση του «άλλου», του «διαφορετικού» λες και οι ανάγκες των ανθρώπων αλλάζουν ανάλογα με το χρώμα, την εθνοτική ή, θρησκευτική καταγωγή. Ωστόσο οι πολιτικές διαχείρισης της ταυτότητας είναι και πολιτικές διαχείρισης του πληθυσμού, όπως μεταξύ άλλων είναι και οι προτάσεις πολλών χωρών της Ε.Ε. για στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων στη Βόρεια Αφρική, στην Τουρκία αλλά και στις βαλκανικές χώρες.

Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες ως «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός» Εντούτοις μια απωθημένη αλλά άκρως ζωογονητική παράμετρος του ιμπεριαλιστικού πολέμου στη Συρία κ.α. που αφορά επίσης στη γενίκευση της καπιταλιστικής συνθήκης είναι ο σχηματισμός ενός εφεδρικού βιομηχανικού στρατού. Αυτός δημιουργείται τόσο από την μαζική έξοδο των προσφύγων από τις εμπόλεμες ζώνες όσο και από τους πρώην παραγωγούς (αγρότες, μικροβιοτέχνες, μικρέμποροι κ.ά.) και άκληρους πλέον, μετανάστες, που παίρνουν επίσης τον δρόμο της εξόδου. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι αυτός ο υπερπληθυσμός σχηματίζεται  σε σχέση με το συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής και τα μέσα απασχόλησης ενώ στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» λειτουργεί σαν εφεδρικός βιομηχανικός στρατός.
Με αυτή την έννοια ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είτε ως καταστροφή κεφαλαίου («νεκρής εργασίας»), είτε ως εξαγωγή κεφαλαίου (μετάθεση και αναβολή της κρίσης υπερσυσσώρευσης), συνιστά επίσης μια προσπάθεια αναπαραγωγής του συγκεκριμένους (καπιταλιστικού) τρόπου οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.

Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το πώς θα ονομάσουμε αυτόν τον πληθυσμό,  πρόσφυγες, μετανάστες, οικονομικούς μετανάστες ή, οτιδήποτε άλλο, αυτός έχει τα χαρακτηριστικά του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού.

Επιπρόσθετα αυτός έρχεται να αποκαταστήσει και την δημογραφική ισορροπία στις χώρες του καπιταλιστικού Βορρά, έχοντας όμως ταξικό πρόσημο. Πρόθυμο και πειθαρχημένο απόθεμα εργατικής δύναμης σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και μοχλός πίεσης για συμπίεση των μισθών σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Επομένως αυτός ο «υπερπληθυσμός» που εξωθείται στη μετανάστευση ή στην προσφυγιά είναι μια μεταβλητή που βρίσκεται σε δυναμική αλληλεξάρτηση με το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα.

Ο πόλεμος (ως καταστροφή υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, ή  ως συνέχεια της «ειρήνης» με άλλα μέσα) πρέπει να θεωρηθεί επίσης  συστατικό στοιχείο αυτού του οικονομικο-πολιτικού συστήματος. Σε τελευταία ανάλυση, η πληθυσμιακή πίεση, στην οποιαδήποτε μορφή, δεν ασκείται πάνω στους υπάρχοντες πόρους, αλλά πάνω στο συγκεκριμένο σύστημα οργάνωσης των πόρων της παραγωγής και πάνω στο συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικό-πολιτικών σχέσεων (Νικολινάκος 1987:34).

Εξάλλου το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αν βάλει κανείς στην άκρη την «ανθρωπιστική» φιλολογία αποσκοπεί στην έλξη ενός πολυειδικευμένου εργατικού δυναμικού στις ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως Γερμανία) αλλά και στις υπόλοιπες (Γαλλία, Κάτω Χώρες, Σκανδιναβικές κ.α.).

Αντίθετα άλλες κατηγορίες αυτού του εργατικού δυναμικού (ανειδίκευτοι, «ακατάλληλοι» κ.λπ.) θα διασκορπιστούν στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Κατά αυτόν τον τρόπο οι ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης ιδιοποιούνται το εργατικό δυναμικό των κατεστραμμένων χωρών για το οποίο αυτές έχουν αναλώσει τεράστια κεφάλαια (κοινωνικές υποδομές, εκπαίδευση κλπ). 

Στο συγκεκριμένο συγκείμενο η έννοια της «δομικής βίας» (J. Galtung) συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση των αιτιών που εξωθούν στην προσφυγιά και την μετανάστευση. Ακολουθώντας τη συλλογιστική του K. Lenk (Lenk 1990:43) μπορούμε να κάνουμε πρώτα μια διάκριση μεταξύ άμεσης προσωπικής (εξατομικευμένης) βίας, και έμμεσης βίας των δομών. Ενώ στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα υποκείμενο (άτομο) που ασκεί βία, συνεπώς οι επιπτώσεις είναι περιορισμένες, στη δεύτερη περίπτωση, και αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά, οι επιπτώσεις είναι ευρύτερες, επειδή επηρεάζονται οι συνθήκες ζωής ολόκληρων ομάδων πληθυσμού και περιορίζονται καθοριστικά οι προσδοκίες και οι δυνατότητες ολοκλήρωσης των ανθρώπων. Εδώ τοποθετούνται κατά τη γνώμη μου όλες οι μορφές εξώθησης (έμμεσης ή, άμεσης όπως ο πόλεμος) στην προσφυγιά και στη μετανάστευση.

Σύμφωνα με τον K. Lenk η ύπαρξη της δομικής βίας μπορεί να διαπιστωθεί από το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και τις χαμηλές φιλοδοξίες των κοινωνικών στρωμάτων που υστερούν σε πόρους και μέσα. Κοινωνικοί δείκτες που προσμετρούν τις επιπτώσεις της δομικής βίας είναι μεταξύ άλλων, η βρεφική θνησιμότητα, το χαμηλό εισόδημα, το ισχνό κοινωνικό κεφάλαιο, τα μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού, το προσδόκιμο ζωής, η επιβάρυνση της ψυχικής και σωματικής υγείας, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος κ.ά. Εδώ θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε επίσης τους πρόσφυγες από φυσικές καταστροφές, οι οποίες προέκυψαν από την ασύδοτη εκμετάλλευση της φύσης (βλ. φράγματα νερού, ξύλευση δασών κ.ο.κ.), την «αγροτική έξοδο» που τροφοδοτεί ρεύματα εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης κ.ο.κ.

Είναι σαφές πως ο εκκαπιταλισμός του πλανήτη και ο ιμπεριαλισμός «ως το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» -στάδιο που  συνοδεύεται από την «απόλυτη εξαθλίωση» συνεπεία του χάσματος μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (βλ. Μοσκόβσκα 1988:145)- διαμορφώνει το αναγκαίο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο (εδώ ανήκει και ο πόλεμος) για να λάβει χώρα η διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Με αυτήν την έννοια η προσφυγιά στη σημερινή της μορφή όπως και η μετανάστευση είναι μάλλον ένα διαρκές φαινόμενο συνυφασμένο με τον ώριμο και ύστερο καπιταλισμό, και το νέο πλέγμα οικονομικών και πολιτικών σχέσεων που χωρίζει και ενώνει κράτη με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης και γι’ αυτό με διαφορετικές και «άνισες» δυνατότητες αξιοποίησης των φυσικών και ανθρώπινων πόρων.

Εξάλλου η ιστορία της υπερπόντιας μετανάστευσης στον 20ό αιώνα το αποδεικνύει. Η μηχανοποίηση της παραγωγής και η ανάγκη για ανειδίκευτους εργάτες, κυρίως μετά την εμπέδωση τεϊλορικών συστημάτων οργάνωσης της εργασίας, εξωθούν τις ΗΠΑ αλλά και άλλες χώρες στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ολλανδία, Αυστραλία, Μεγάλη Βρετανία κ.ά.) να «εισάγουν» εργατική δύναμη από τις βαλκανικές χώρες, τις χώρες της Βαλτικής, της Ιβηρικής ή, του Μάγκρεπ. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς μια τέτοια προσέγγιση σχετικοποιεί ή, θέτει τέλος, όπως αναφέρει η Ν. Green (Green 204:117) σε μια ρομαντική εικόνα του αυθόρμητου και τυχοδιώκτη μετανάστη που φεύγει από την πατρίδα του, ωθούμενος από την αθλιότητα και την πολιτική καταπίεση.

Ουσιαστικά οι θεωρήσεις μικρο-επιπέδου που  επιμένουν να εκλαμβάνουν την μετανάστευση ή την προσφυγιά ως ατομική ή οικογενειακή στρατηγική, υποτιμούν τους δομικούς καταναγκασμούς, τη «δομική βία», όπως αναφέραμε παραπάνω, οι οποίοι προσδιορίζουν εν τέλει τη δράση και τις δυνατότητες των ατόμων (βλ. και Read 2003).

Ωστόσο η διεύρυνση των καπιταλιστικών σχέσεων σημαίνει και διάρρηξη του κοινωνικού και εθιμικού πλέγματος της κοινότητας. Σημαίνει επίσης και διαπαιδαγώγηση σε συγκεκριμένες ανάγκες αλλά και διαπαιδαγώγηση σε συγκεκριμένους τρόπους ικανοποίησης αυτών των αναγκών (τρόποι ζωής, καταναλωτικές πρακτικές κ.λπ.). Από την άλλη οι «νέες θεωρίες για τη μετανάστευση» (new economics of migration) (Portes 1988:817 κ.ε.) οι οποίες βλέπουν τα οικογενειακά ή κοινοτικά δίκτυα να τροφοδοτούν με κοινωνικό κεφάλαιο τις «εθνοτικές»  επιχειρήσεις (μπακάλικα, μικρομάγαζα, εστιατόρια, βιοτεχνίες κ.λπ.), και προσδίδουν αυτονομία στις μεταναστευτικές κινήσεις, προσφέρουν περισσότερο νομιμοποίηση στο μύθο της κοινωνικής κινητικότητας, αγνοώντας ωστόσο τόσο μια κατατετμημένη αγορά εργασίας όσο και τον χαρακτήρα των εκμεταλλευτικών (πατερναλιστικών) σχέσεων που εμπεδώνονται στο εσωτερικό αυτών των επιχειρήσεων.

Ιδεολογία και «ανθρωπισμός»: Η φιλανθρωπία   των ΜΚΟ επί το έργον
Σε σημαντικό παράγοντα νομιμοποίησης  της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης αναδεικνύονται η οργανωμένη «διεθνής» παρέμβαση (ΜΚΟ, φιλανθρωπικές οργανώσεις, διεθνείς οργανισμοί κ.ά.) που έχει αναλάβει εργολαβικά εδώ και χρόνια την παροχή υπηρεσιών στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Εδώ η σιωπή για την ιμπεριαλιστική επέμβαση και την καταστροφή των υποδομών σε χώρες που έως πρότινος διέθεταν, τηρουμένων των αναλογιών, κοινωνικές υποδομές και βιοτικό επίπεδο εφάμιλλο των ευρωπαϊκών (Συρία, Ιράκ, Λιβύη κ.ά.) σημαίνει ουσιαστικά (συν)ενοχή.

Κατά τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται από τις ίδιες οργανώσεις και το μεταναστευτικό ζήτημα. Η εξαθλίωση και η φτώχεια που εξωθεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της γης  στην «έξοδο» και στο μισεμό προσεγγίζεται πάλι φαταλιστικά, ως η φτώχεια να είναι απότοκο της «κακιάς μοίρας», ή ως απότοκο της «κλεπτοκρατίας». Και στις δύο περιπτώσεις αποσιωπάται τόσο ο ιμπεριαλισμός όσο και η καπιταλιστική συνθήκη (ένταξη στην καπιταλιστική εκμετάλλευση: φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου, μονοπώληση πηγών πλούτου, υφαρπαγή γης  κ.λπ.).
 
Η αναγωγή πάλι της φτώχειας και της εξαθλίωσης στην «κλεπτοκρατία» και τις διεφθαρμένες ελίτ απομονώνει το πρόβλημα από τις αιτίες του, καθώς έμφαση δίνεται σε μια μορφή «παράνομης» ιδιοποίησης του  κοινωνικού πλούτου, υπονοώντας πως η απόσπαση απλήρωτης εργασίας (υπεραξίας) που  τρέφει και αναπαράγει τον καπιταλισμό είναι καθόλα νόμιμη. Πόσο μάλλον όταν το φαινόμενο της κλεπτοκρατίας χαρακτηρίζει στον ίδιο αν όχι σε μεγαλύτερο βαθμό τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του Βορρά. Αντί λοιπόν το πρόβλημα να τίθεται στη σωστή του διάταξη ώστε να προσδιοριστούν οι αιτίες αλλά και οι λύσεις του και στη συνέχεια οι ενδεδειγμένοι τρόποι δράσης, συμβαίνει το αντίθετο. Μονοπωλώντας σχεδόν οι  ΜΚΟ την φιλανθρωπία και την «αναπτυξιακή βοήθεια»  σε παγκόσμιο επίπεδο ανακαλύπτουν διάφορες κατηγορίες «φτωχών» εστιάζοντας στην ποικιλομορφία και στην ετερότητα των φτωχών (βλ. και Wallace 2005:35).
 
Σε κατηγορία ανάλυσης αναδεικνύονται μέσα από το πρίσμα της διαφοράς και της ετερότητας στοιχεία που χωρίζουν τους ανθρώπους (θρησκευτική-εθνοτική ταυτότητα, φύλο, ηλικιακή ομάδα, γεωγραφική περιοχή κ.λπ.) και όχι στοιχεία που τους ενώνουν. Εντούτοις η καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν μπορεί να οριστεί χωρίς την κατηγορία της κοινωνικής τάξης (ως σχέσης εκμετάλλευσης), κατηγορία που υπερβαίνοντας επιμέρους χαρακτηριστικά, αναδεικνύει τις ιστορικές αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλισμού. Ούτε ο πόλεμος και η εξάρτηση με τα φαινόμενα που τον συνοδεύουν μπορούν να οριστούν χωρίς την κατηγορία ανάλυσης του ιμπεριαλισμού. Συνεπώς οποιαδήποτε ανάλυση του προσφυγικού ή του μεταναστευτικού ζητήματος για να είναι έγκυρη, να υποδεικνύει δηλαδή τις λύσεις, οφείλει να εννοιολογεί κατ’ αυτόν τρόπο το ζήτημα, για να μην εκπέσει σε ιδεολογία.

Σημείωση: Το άρθρο αυτό βασίζεται εν μέρει στο άρθρο μου "Παγκοσμιοποίηση και προσφυγιά", Ο Πολίτης 145, 2006 και στο άρθρο μου "Η φιλανθρωπία της σιωπής και της (συν)ενοχής", στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ατέχνως, 2/9/2015.

Βιβλιογραφία 
Βοrοn, Α. (2003), Der Urwald und die Polis“, Das Argument  252.
Green, N. (2004), Οι δρόμοι της μετανάστευσης. Σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, Αθήνα.
Hardt, M., Negri, A. (2002), Αυτοκρατορία, Αθήνα.
Λάσκος, Χ, Μηλιός, Γ., Τσακαλώτος, Ε. (2012). «Έξοδος από τη ζώνη του Ευρώ- “Nα βγει κανείς ή να μη βγεί», aftercrisisblog.blogspot.com/2015/08/blog-post_69.html (ανάκτηση στις 28/9/2015).
Lenk, K. (1990), Πολιτική Κοινωνιολογία, Θεσσαλονίκη.
Μηλιός, Γ., Σωτηρόπουλος, Δ. (2010). «Η έννοια του ιμπεριαλισμού και η Μαρξική θεωρία του συλλογικού-κοινωνικού κεφαλαίου», Θέσεις 110.
Μοσκόβσκα, Ν. (1988), Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις, Αθήνα.
Νικολινάκος, Μ. (1987), Εξάρτηση και οικονομική ανάπτυξη, Αθήνα.
Petras, J. (2005), «Ιμπεριαλισμός και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στη Λατινική Αμερική», στο Παπαμιχαήλ, Γ. (επιμ.), Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κυρίαρχη πολιτική, Αθήνα.
Portes, A.  (1997), “Immigration Theory for a New Century: Some Problems and opportunities”, International Migration Review 3.
Read, J. (2003), The Micro-Politics of Capital. Marx and the Prehistory of the Present, New York. 
Wallace, T. ((2005), «Διλήμματα των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων:Δούρειοι Ίπποι του παγκόσμιου νεοφιλευθερισμού», στο Παπαμιχαήλ, Γ. (επιμ.), Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κυρίαρχη πολιτική, Αθήνα.
Sassen, S. (1988), The Mobility of Labor and Capital. A Study in International Investment and Labor Flow, Cambridge.


[1] Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Αντιτεράδια της Εκπαίδευσης, 110, 2015, σσ.13-16.

Δεν υπάρχουν σχόλια: